- πολυβασανισμένος
- -η, -οο πολύ βασανισμένος, ο πολύπαθος: Δε σε ξέχασα, πατρίδα μου πολυβασανισμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυβασανισμένος — η, ο, Ν πολύ βασανισμένος, πολυπαθής («δε σ ελησμόνησα, γλυκιά, πολυβασανισμένη πατρίδα μου», Βαλαωρ.) … Dictionary of Greek
γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) … Dictionary of Greek
μυριοπειρασμένος — μυριοπειρασμένος, η, ον (Μ) αυτός που υποφέρει πολύ, που ταλαιπωρείται πολύ, πολυβασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πειρασμένος, μτχ. παρακμ. τού πειράζω] … Dictionary of Greek
μυριοτυραννώ — μυριοτυραννῶ και μυριατυραννῶ, έω (Μ) 1. βασανίζω, τυραννώ πάρα πολύ 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοτυραννημένος, η, ον αυτός που έχει υποφέρει πάρα πολύ, πολυβασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τυραννῶ] … Dictionary of Greek
μυριοφλογισμένος — μυριοφλογισμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ, πολυβασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φλογισμένος] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
τρισταλαίπωρος — ον, Μ τρεις φορές ταλαίπωρος, πολυβασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + ταλαίπωρος] … Dictionary of Greek
κακόπαθος — η, ο πολύπαθος, πολυβασανισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)